- κριομαχώ
- κριομαχῶ, -έω (Α)μάχομαι χρησιμοποιώντας πολιορκητικό κριό.[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός -μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. ιππο-μαχώ, ναυ-μαχώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κριομαχία — η (Α κριομαχία) [κριομαχώ] επίθεση σε φρούριο ή σε τείχος με πολιορκητικό κριό … Dictionary of Greek
κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… … Dictionary of Greek